- σιδηρομεταλλουργία
- ηβιομηχανία που ασχολείται με την εξαγωγή του σιδήρου από τα σιδηρομεταλλεύματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιδηρομεταλλουργία — η, Ν 1. το σύνολο τών βιομηχανικών εργασιών που γίνονται με σκοπό την παραγωγή ακατέργαστων ή ημικατεργασμένων προϊόντων τού σιδήρου με επεξεργασία τών μεταλλευμάτων του 2. η βιομηχανική μονάδα που παράγει τέτοια προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο *… … Dictionary of Greek
σιδηροβιομηχανία — η, Ν 1. βιομηχανία κατεργασίας σιδήρου και κατασκευής σιδηρών προϊόντων 2. μαζική παραγωγή παρόμοιων προϊόντων 3. βιομηχανική μονάδα, εργοστάσιο στο οποίο γίνεται αυτή η διεργασία 4. η παραγωγή ακατέργαστου σιδήρου από σιδηρούχα μεταλλεύματα, η… … Dictionary of Greek